- κουρμάς
- κουρμάς, ο και χουρμάς, οπληθ. -άδες, ο καρπός της χουρμαδιάς.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κουρμάς — (μέσα 17ου – αρχές 18ου αι.). Αρματολός από τη Δωρίδα. Έδρασε από το 1680 έως το 1710. Με την ανδρεία και τον ηρωισμό του επιβλήθηκε στους Τούρκους και τους εμπόδισε να καταλάβουν την επαρχία του. Είχε συνεργαστεί με τους Ενετούς και, όταν αυτοί… … Dictionary of Greek
Armatoloi — (pronounced ar ma to LEE ), (Greek plural Αρματολοί; singular Armatolos Αρματολός; also called Armatoles in English) were Greek Christian irregular soldiers, or militia, commissioned by the Ottomans to enforce the Sultan s authority within an… … Wikipedia
χουρμάς — και κουρμάς, ο, Ν ο καρπός τής χουρμαδιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. hurma] … Dictionary of Greek
curmală — CURMÁLĂ, curmale, s.f. Fructul curmalului, comestibil, brun roşcat, oval, bogat în zahăr, cu gust dulce şi plăcut. – cf. ngr. k u r m á s . Trimis de ionel bufu, 04.02.2008. Sursa: DEX 98 CURMÁLĂ s. (bot.) (înv.) finică. (curmală este fructul… … Dicționar Român